εμπειριοκρατικός

εμπειριοκρατικός
-ή, -ό
οπαδός τής εμπειριοκρατίας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εμπειριοκρατικός — ή, ό (φιλοσ.), ο οπαδός της εμπειριοκρατίας (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”